αλωνιστικός

αλωνιστικός
η , ό[ν] молотильный;

αλωνιστική μηχανή — молотилка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλωνιστικός" в других словарях:

  • αλωνιστικός — ή, ό [αλωνιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα 2. ο κατάλληλος για αλώνισμα 3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά το αλωνιάτικο* …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος, ο ικανός για το αλώνισμα: Το αλώνισμα σήμερα γίνεται με αλωνιστικές μηχανές. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλωνιστικά η αμοιβή για το αλώνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστής — I ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια 2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός]. II ο [αλωνεύω] 1. ο αλωνιστής* 2. ο αλωνάρης, ο… …   Dictionary of Greek

  • αλώιος — ἁλώιος, α, ον (Α) [ἅλως] αλωνιστικός ἁλώια ἔργα, εργασίες που σχετίζονται με το αλώνισμα …   Dictionary of Greek

  • θεριζοαλωνιστικός — και θεραλωνιστικός, ή, ό (γεωπ. τεχνολ.) φρ. «θεριζοαλωνιστική μηχανή» ή «θεραλωνιστική μηχανή» σύνθετη γεωργική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει τα σιτηρά, «κομπίνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + αλωνιστικός (< αλωνιστής < αλωνίζω). Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»